- συμφιλιώνω
- [-ώ (ο)] μετ. мирить, примирять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφιλιώνω — συμφιλιώνω, συμφιλίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμφιλιώνω — συμφιλιῶ, όω, ΝΜ επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλιῶ / ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)] … Dictionary of Greek
συμφιλιώνω — συμφιλίωσα, συμφιλιώθηκα, συμφιλιωμένος, ξανακάνω φίλους, ξανασυνδέω τη φιλία: Ανέλαβε να τους συμφιλιώσει ένας κοινός τους φίλος. – Συμφιλιώθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαταλλάσσω — και αττ. τ. συγκαταλάτ τω Α συμφιλιώνω κάποιους μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταλλάσσω «συμφιλιώνω, συμβιβάζω»] … Dictionary of Greek
συμφιλίωση — η, Ν [συμφιλιώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμφιλιώνω … Dictionary of Greek
συνδιαλλάσσω — ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α συμβιβάζω δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμφιλιώνω αρχ. παθ. συνδιαλλάσσομαι αλλάζω μαζί η ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («τὸ διηλλαγμένον τοῡ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αγαπίζω — 1. συμφιλιώνω, συμβιβάζω 2. συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. αντί τού αγαπώ, που σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. αγάπησα, αναλογικά προς τύπους αορ. σε ίσα, που σχηματίζουν κανονικά τον ενεστώτα τους σε ίζω (πρβλ. αλώνισα… … Dictionary of Greek
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek
γεφυρώνω — (AM γεφυρῶ, όω) [γέφυρα] 1. κατασκευάζω ή τοποθετώ γέφυρα πάνω από αδιάβατο μέρος, δημιουργώ πέρασμα 2. συνδέω, συμφιλιώνω απόψεις που διίστανται, συμβιβάζω μεσολαβώντας αρχ. 1. κατασκευάζω φράγμα, ανάχωμα 2. συντελώ με τη μεσολάβησή μου στην… … Dictionary of Greek
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
διαλλάσσω — (AM διαλλάσσω και διαλλάττω) [αλλάσσω] συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω αρχ. 1. ανταλλάσσω 2. παίρνω σε αντάλλαγμα 3. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω 4. (αμτβ.) α) διαφέρω β) διαπρέπω γ) πεθαίνω … Dictionary of Greek